Vezérlet στα ελληνικά

Μετάφραση: vezérlet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμονία, ηγεσία, έλεγχος, Ελέγχου, Ελέγχου του, έλεγχο, Ελέγχου των
Vezérlet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fölösleges στα ελληνικά - περιττός, περιττή, περιττές, περιττό, περιττά
  • ingovány στα ελληνικά - τέλμα, βάλτος, βάλτο, έλος, βάλτου
  • játszószelep στα ελληνικά - έμβολο, πιστόνι, παίζοντας, παίζει, παίζουν, που παίζουν, παίζετε
Τυχαίες λέξεις
Vezérlet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμονία, ηγεσία, έλεγχος, Ελέγχου, Ελέγχου του, έλεγχο, Ελέγχου των