Апоплексія στα ελληνικά
Μετάφραση: апоплексія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπληξία, bloodstroke
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аполітичний στα ελληνικά - απολιτικό, απολιτική, απολιτικού, πολιτικού χαρακτήρα, μη πολιτικό
- апоплексичний στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- апостол στα ελληνικά - απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- апостоле στα ελληνικά - απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
Τυχαίες λέξεις
Апоплексія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπληξία, bloodstroke
Μεταφράσεις: αποπληξία, bloodstroke