Асинхронний στα ελληνικά

Μετάφραση: асинхронний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασύγχρονος, ασύγχρονη, ασύγχρονης, ασύγχρονα, ασύγχρονο, ασύγχρονες
Асинхронний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асимілювати στα ελληνικά - αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, αφομοιωθούν
  • асиміляція στα ελληνικά - αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
  • асистент στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
  • аскет στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
Τυχαίες λέξεις
Асинхронний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασύγχρονος, ασύγχρονη, ασύγχρονης, ασύγχρονα, ασύγχρονο, ασύγχρονες