Ασύγχρονος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асинхронний
Ασύγχρονος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος

ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασύγχρονος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασχολία στα ουκρανικά - переслідування, окупація
  • ασωτία στα ουκρανικά - нездержливість, марнотратства, пияцтво, розпуста, п'янство, марнотратність, марнотратство, ...
  • ασύλληπτος στα ουκρανικά - невловимий, неперехваченное
  • ασύμμετρος στα ουκρανικά - асиметричний, несоразмерний, нерозмірний, невідповідних, неспівмірний, невідповідна
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: асинхронний