Атестат στα ελληνικά

Μετάφραση: атестат, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Атестат στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атакувати στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
  • ательє στα ελληνικά - εργαστήριο καλλιτέχνου, Atelier, ατελιέ, ατελιέ του, το Atelier
  • атестація στα ελληνικά - μαρτυρία, κατάθεση, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
  • атестуйте στα ελληνικά - μαρτυρώ, πιστοποιώ, βεβαιώνω, Πιστοποίηση, πιστοποιούν, Πιστοποίηση των
Τυχαίες λέξεις
Атестат στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό