Баба στα ελληνικά
Μετάφραση: баба, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαθάρι, γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- б'ючи στα ελληνικά - επιπλήττω, τρέμω, τρεμοπαίζω, τιμωρώ, χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ...
- б'ючись στα ελληνικά - τρέμω, τρεμοπαίζω, γυμνοσάλιαγκας, τιμωρώ, σφαίρα, επιπλήττω, την καταπολέμηση της, ...
- бабак στα ελληνικά - αρκτόμυς, Marmot, μαρμότα, μαρμοτών, της Marmot
- бабка στα ελληνικά - dragonfly
Τυχαίες λέξεις
Баба στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαθάρι, γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
Μεταφράσεις: σκαθάρι, γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς