Бентежити στα ελληνικά
Μετάφραση: бентежити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασπώ, αποσπώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бенкетуючі στα ελληνικά - Piruyuschie
- бентеження στα ελληνικά - σύγχυση, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
- бентежте στα ελληνικά - μπερδεμένος, συγκεχυμένος, ταραγμένος, σύγχυση, συγχέεται
- бере στα ελληνικά - μπερές, λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, παίρνει τη
Τυχαίες λέξεις
Бентежити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασπώ, αποσπώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
Μεταφράσεις: διασπώ, αποσπώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει