В'язниця στα ελληνικά

Μετάφραση: в'язниця, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακισμένος, σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
В'язниця στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • в'язкий στα ελληνικά - ιξώδης, παχύρρευστο, ιξώδη, παχύρευστο, ιξώδεις
  • в'язкість στα ελληνικά - ιξώδες, ιξώδους, του ιξώδους, το ιξώδες
  • в'язниці στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
  • в'ялий στα ελληνικά - πλαδαρός, πλαδαρό, πλαδαρά, πλαδαρή, άνευρη
Τυχαίες λέξεις
В'язниця στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακισμένος, σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής