Φυλακισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тюрма, в'язниця, укладений, ув'язнений, в'язень
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φυλακισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα ουκρανικά - ягуари, в'язниця, тюрма, тюрьма, в`язниця, в'язницю
- φυλακίζω στα ουκρανικά - інтерн, интерн
- φυλαχτό στα ουκρανικά - амулет, талісман, талисман
- φυλετικός στα ουκρανικά - рахіт, племінної, племінний, племінній, племінною, племінну
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тюрма, в'язниця, укладений, ув'язнений, в'язень
Μεταφράσεις: тюрма, в'язниця, укладений, ув'язнений, в'язень