Вважати στα ελληνικά
Μετάφραση: вважати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποτίθεται, θεωρώ, μετρώ, κρίνω, κόμης, υποθέτω, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вбік στα ελληνικά - πλάι, κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει
- вважайте στα ελληνικά - θεωρώ, κρίνω, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
- вверх-вниз στα ελληνικά - επάνω και κάτω, πάνω και κάτω, πάνω κάτω
- вводити στα ελληνικά - ένεση, εισαγωγή, επαγωγή, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, ...
Τυχαίες λέξεις
Вважати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποτίθεται, θεωρώ, μετρώ, κρίνω, κόμης, υποθέτω, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Μεταφράσεις: υποτίθεται, θεωρώ, μετρώ, κρίνω, κόμης, υποθέτω, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει