Κρίνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вважайте, вважати, суддя
Κρίνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρίνω

κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κρίνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κρίμα στα ουκρανικά - ганьба, сором, слизистий, жалість, жаль, співчуття, шкода, ...
  • κρίνος στα ουκρανικά - карликовий, лілія, лилия, лілея, Лілля
  • κρίση στα ουκρανικά - розсудливий, криза, кризу, кризи
  • κρίσιμος στα ουκρανικά - критичний, вирішальний, критичного, критичну
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вважайте, вважати, суддя