Вигадувати στα ελληνικά
Μετάφραση: вигадувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вигадка στα ελληνικά - κουραφέξαλα, φαντασία, υπεκφεύγω, τέχνασμα, αερολογώ, κατασκεύασμα, κατασκευή, ...
- вигадливий στα ελληνικά - μικροπρεπής, εκκεντρικός, ιδιότροπος, απίθανος, φαντασία, φανταχτερό, φανταχτερά, ...
- виганяти στα ελληνικά - στρίβω, εξορίζω, σειρά, εκτοξεύω, φυγάς, εξορία, στροφή, ...
- вигартування στα ελληνικά - φρικιαστικός, φοβερός, vyhartuvannya
Τυχαίες λέξεις
Вигадувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν