Визволяти στα ελληνικά
Μετάφραση: визволяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, αδειάζω, απελευθερώνω, τσάμπα, χειραφετώ, εκκενώνω, κοπριά, θρησκεία, αυτεξούσιος, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, την απελευθέρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- визволитись στα ελληνικά - παραδοθεί, παραδίδεται, παραδίδονται, διατυπώθηκε, παραδοθούν
- визволитися στα ελληνικά - παραδοθεί, παραδίδεται, παραδίδονται, διατυπώθηκε, παραδοθούν
- визивати στα ελληνικά - γεννοβολώ, παραθέτω, σελίδα, αναφέρω, καλώ, αψηφώ, συγκαλώ, ...
- визирати στα ελληνικά - προσέξτε, κοιτάξει έξω, ψάχνουν, βλέμμα έξω, να κοιτάξει έξω
Τυχαίες λέξεις
Визволяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, αδειάζω, απελευθερώνω, τσάμπα, χειραφετώ, εκκενώνω, κοπριά, θρησκεία, αυτεξούσιος, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, την απελευθέρωση
Μεταφράσεις: δωρεάν, αδειάζω, απελευθερώνω, τσάμπα, χειραφετώ, εκκενώνω, κοπριά, θρησκεία, αυτεξούσιος, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, την απελευθέρωση