Τσάμπα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визволяти, звільнити, звільняти, безкоштовно, бесплатно, безплатно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσάμπα
τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσάμπα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρώω στα ουκρανικά - вершки, покоритися, покоритись, поїсти, перекус, перекушування
- τσάι στα ουκρανικά - чай, настій, чаєварки
- τσάντα στα ουκρανικά - пустодзвін, кишеню, збити, надуватися, гаманець, мішок, мешок
- τσάπα στα ουκρανικά - мотика, сапа, мотига
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: визволяти, звільнити, звільняти, безкоштовно, бесплатно, безплатно
Μεταφράσεις: визволяти, звільнити, звільняти, безкоштовно, бесплатно, безплатно