Απελευθερώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звільнення, визволяти, звільняти, визволення, емансипуйте, вільна, відпускна, емансипований, звільнятимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απελευθερώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα ουκρανικά - недосвідченість
- απελαύνω στα ουκρανικά - виключити, вигонити, видаляти, викидати, депорт, зашліть, киньте, ...
- απελπισμένος στα ουκρανικά - зловісний, лютої, жахливий, злий, лютою, грізний, зневірений, ...
- απενεργοποιώ στα ουκρανικά - знесилити, калічити, знесилювати, непридатним, забороняти, заборонятиме
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: звільнення, визволяти, звільняти, визволення, емансипуйте, вільна, відпускна, емансипований, звільнятимуть
Μεταφράσεις: звільнення, визволяти, звільняти, визволення, емансипуйте, вільна, відпускна, емансипований, звільнятимуть