Випробний στα ελληνικά
Μετάφραση: випробний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίκη, δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστική, δοκιμαστικής, δόκιμος, δόκιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виправляє στα ελληνικά - διορθώσεις, επιδιορθώσεις, καθορίζει, διορθώνει, ενημερώσεις κώδικα
- виправний στα ελληνικά - πειθαρχικός, αποκαθιστώ, επανορθώνω, μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, ...
- випробовування στα ελληνικά - δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
- випробовувати στα ελληνικά - εμπειρία, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
Τυχαίες λέξεις
Випробний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίκη, δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστική, δοκιμαστικής, δόκιμος, δόκιμο
Μεταφράσεις: δίκη, δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστική, δοκιμαστικής, δόκιμος, δόκιμο