Вирощування στα ελληνικά
Μετάφραση: вирощування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαραγωγή, αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виростати στα ελληνικά - μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
- вирощення στα ελληνικά - όγκος, ανάπτυξη, αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη
- вирощувати στα ελληνικά - αναπαράγω, ράτσα, γεννοβολώ, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, ...
- вирубка στα ελληνικά - πετσοκόβω, εγκοπή, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
Τυχαίες λέξεις
Вирощування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαραγωγή, αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη
Μεταφράσεις: αναπαραγωγή, αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη