Витратити στα ελληνικά

Μετάφραση: витратити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Витратити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • витрата στα ελληνικά - έξοδα, οχετός, στραγγίζω, δαπάνη, έξοδο, βάρος, δαπάνες
  • витрати στα ελληνικά - εκδηλωτικός, κοινωνικός, έξοδα, εξωστρεφής, δικαστικά έξοδα, κόστος, κόστους, ...
  • витрачання στα ελληνικά - δαπάνη, δαπάνες, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
  • витрачати στα ελληνικά - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Τυχαίες λέξεις
Витратити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν