Вкривати στα ελληνικά
Μετάφραση: вкривати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκρίνω, καλύπτω, σκιάδα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις
- вкрай στα ελληνικά - κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά
- вкрасти στα ελληνικά - σουφρώνω, καταδότης, πιάνω, συλλαμβάνω, κλοπή, κλέβω, Κλέψτε, ...
- вкриватися στα ελληνικά - φωλιάζω, εφαπλώνω, εφαπλώνομαι, επικαλύπτω, απλωνόταν
- вкрийте στα ελληνικά - καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, καλύπτει, που
Τυχαίες λέξεις
Вкривати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκρίνω, καλύπτω, σκιάδα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: εκκρίνω, καλύπτω, σκιάδα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης