Καλύπτω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вкривати, слати, футляр, кришка, накривати, кришку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλύπτω
καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω συνώνυμα, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλύπτω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καλότυχος στα ουκρανικά - пощастити, сприятливий, вдалий, щастити, щасливий, щаслива, найщасливіший
- καλύβα στα ουκρανικά - піддашшя, хата, хижка, елінг, утрачати, депо, ллючи, ...
- καλώ στα ουκρανικά - вимагати, скликати, призивати, визивати, виклик, дзвінок
- καλώδιο στα ουκρανικά - линва, кодола, кабель, кабелю
Τυχαίες λέξεις
Καλύπτω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вкривати, слати, футляр, кришка, накривати, кришку
Μεταφράσεις: вкривати, слати, футляр, кришка, накривати, кришку