Влаштовування στα ελληνικά

Μετάφραση: влаштовування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνταγμα, ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης
Влаштовування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властивість στα ελληνικά - ιδιότητα, συνήθεια, έξη, γνώρισμα, έλξη, αποδίδω, αγχιστεία, ...
  • власті στα ελληνικά - αρχές, αρχών, αρχές που, αρχές της
  • влаштовувати στα ελληνικά - επιβάλλω, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, ...
  • влаштування στα ελληνικά - σύστημα, τοποθέτηση, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
Τυχαίες λέξεις
Влаштовування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνταγμα, ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης