Вогкий στα ελληνικά
Μετάφραση: вогкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγραίνω, χονδροειδής, νωπός, νοτισμένος, ακατέργαστος, υγρός, ωμός, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вовнистий στα ελληνικά - τριχωτός, wooly
- вовну στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
- вогкої στα ελληνικά - ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
- вогкій στα ελληνικά - υγρασία, υγρό, βρεγμένο, νωπό, υγρασίας
Τυχαίες λέξεις
Вогкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγραίνω, χονδροειδής, νωπός, νοτισμένος, ακατέργαστος, υγρός, ωμός, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Μεταφράσεις: υγραίνω, χονδροειδής, νωπός, νοτισμένος, ακατέργαστος, υγρός, ωμός, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων