Впливовість στα ελληνικά

Μετάφραση: впливовість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπτωση, σημασία, συνέπεια, επιρροή, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Впливовість στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • впливання στα ελληνικά - επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επηρεάζει, επηρεάζουν την
  • впливовий στα ελληνικά - τάφος, τύμβος, γρίπη, καίριος, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, ...
  • вплутайте στα ελληνικά - vplutayte
  • вплутувати στα ελληνικά - συνέπεια, υπόνοια, περιπλέκω, εμπλέξει, εμπλακούν, μπλέξει
Τυχαίες λέξεις
Впливовість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπτωση, σημασία, συνέπεια, επιρροή, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν