Επίπτωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
впливовість, розкаюваний, реструктурування, ув'язнення, висновок, неважливий, реструктуризація, падіння, зниження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπτωση
επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επίπτωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επίπλωση στα ουκρανικά - постачання, прикраси, устаткування, окраси, меблювання, меблі, меблюванню, ...
- επίπονος στα ουκρανικά - ревний, крутій, крутої, крутий, крутою, трудомісткий
- επίρρημα στα ουκρανικά - прислівник, наріччя, наречие, говір, говірку
- επίσημα στα ουκρανικά - офіціально, офіційно
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: впливовість, розкаюваний, реструктурування, ув'язнення, висновок, неважливий, реструктуризація, падіння, зниження
Μεταφράσεις: впливовість, розкаюваний, реструктурування, ув'язнення, висновок, неважливий, реструктуризація, падіння, зниження