Відновлення στα ελληνικά
Μετάφραση: відновлення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανασυγκρότηση, αναστηλώνω, νευρικός, αποκαθιστώ, αναβιώνω, αντιβασιλέας, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, ξαναζωντανεύω, ανακτώ, αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, επαναφορά, αναστήλωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відновити στα ελληνικά - ανανεώσιμος, αποπνέων, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
- відновлений στα ελληνικά - επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, αποκατασταθεί, ανακαινισμένο, αποκαθίσταται, αποκαταστάθηκε, ...
- відновлюваний στα ελληνικά - ανανέωση, ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων, ανανεώσιμες, ανανεώσιμων πηγών, τις ανανεώσιμες πηγές
- відновлювати στα ελληνικά - αποκατάσταση, ανακαίνιση, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
Τυχαίες λέξεις
Відновлення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανασυγκρότηση, αναστηλώνω, νευρικός, αποκαθιστώ, αναβιώνω, αντιβασιλέας, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, ξαναζωντανεύω, ανακτώ, αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, επαναφορά, αναστήλωση
Μεταφράσεις: ανασυγκρότηση, αναστηλώνω, νευρικός, αποκαθιστώ, αναβιώνω, αντιβασιλέας, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, ξαναζωντανεύω, ανακτώ, αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, επαναφορά, αναστήλωση