Відхиляти στα ελληνικά
Μετάφραση: відхиляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάρνηση, κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відхилити στα ελληνικά - μαρασμός, κλίνω, ξεπεσμός, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, ...
- відхилитися στα ελληνικά - εκτρέπομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
- відхилятися στα ελληνικά - αποκλίνουν, αποκλίνει, παρεκκλίνουν, παρεκκλίνει, να αποκλίνει
- відхиляється στα ελληνικά - απορρίπτεται, απορρίφθηκαν, απορρίφθηκε, απορριφθεί, απέρριψε
Τυχαίες λέξεις
Відхиляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάρνηση, κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Μεταφράσεις: απάρνηση, κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει