Вічко στα ελληνικά

Μετάφραση: вічко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, τρύπα, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Вічко στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вітчизняний στα ελληνικά - ιθαγενής, σπίτι, ντόπιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • віха στα ελληνικά - κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
  • вічний στα ελληνικά - ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
  • вічно στα ελληνικά - για πάντα, πάντα
Τυχαίες λέξεις
Вічко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, τρύπα, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού