Готівка στα ελληνικά

Μετάφραση: готівка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Готівка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • готувати στα ελληνικά - ποτό, μάγειρας, βράσιμο, μαγειρεύω, βράζω, Cook, Κουκ, ...
  • готується στα ελληνικά - προπαρασκευαστικός, προετοιμασία, την προετοιμασία, προετοιμασίας, παρασκευή, την παρασκευή
  • готівковий στα ελληνικά - διαθέσιμος, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
  • гофрованим στα ελληνικά - κυματοειδής, κυματοειδές, κυματοειδή, κυματοειδούς, αυλακωτό
Τυχαίες λέξεις
Готівка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών