Гроно στα ελληνικά
Μετάφραση: гроно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαμπί, δέσμη, μάτσο, συστάδα, σύμπλεγμα, συμπλέγματος, διασποράς, cluster
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- громохкий στα ελληνικά - hromohkyy
- громіздкий στα ελληνικά - δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς, επαχθής
- грос στα ελληνικά - πρόστυχος, αισχρός, ακαθάριστος, χοντρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
- гротескний στα ελληνικά - αλλόκοτος, τραγελαφικός, τερατώδης, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, αλλόκοτο
Τυχαίες λέξεις
Гроно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαμπί, δέσμη, μάτσο, συστάδα, σύμπλεγμα, συμπλέγματος, διασποράς, cluster
Μεταφράσεις: τσαμπί, δέσμη, μάτσο, συστάδα, σύμπλεγμα, συμπλέγματος, διασποράς, cluster