Μάτσο στα ουκρανικά

Μετάφραση: μάτσο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
букет, пучок, групувати, гроно, в'язка, жмутик, кетяг, клунок, низка, зв'язка, зв'язування
Μάτσο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάτσο

μάτσο αντρας, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μάτσο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μάταιος στα ουκρανικά - марнославний, марнолюбний, пихатий, гоноровий, гонористий
  • μάτι στα ουκρανικά - потічок, око, вушко, розглядати, отвір, струмочок, петелька, ...
  • μάχη στα ουκρανικά - відгодовувати, битва, воювати, удобрювати, бій, війна
  • μάχομαι στα ουκρανικά - боротьба, боротьби
Τυχαίες λέξεις
Μάτσο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: букет, пучок, групувати, гроно, в'язка, жмутик, кетяг, клунок, низка, зв'язка, зв'язування