Грюкіт στα ελληνικά
Μετάφραση: грюкіт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάταγος, μπουμπουνίζω, σαματάς, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Μεταφράσεις
- грюкнути στα ελληνικά - κροτώ, πάταγος, παφλασμός, γδούπο, Plop, ΠΛΟΠ, τουκ
- грюкотіти στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, hryukotity
- грязь στα ελληνικά - συγχέω, μπερδεύω, ανακατεύω, μουρνταριά, γλίτσα, λάσπη, λάσπης, ...
- грязюка στα ελληνικά - συγχέω, μπερδεύω, ανακατεύω, μουρνταριά, κακομοιριά, λακκούβα με νερό, λακκούβα, ...
Τυχαίες λέξεις
Грюкіт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάταγος, μπουμπουνίζω, σαματάς, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Μεταφράσεις: πάταγος, μπουμπουνίζω, σαματάς, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες