Дешево στα ελληνικά
Μετάφραση: дешево, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινά, κοινώς, συνήθως, φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- децентралізуйте στα ελληνικά - αποκεντρώσει, αποκέντρωση, την αποκέντρωση, αποκέντρωση της, αποκέντρωση των
- дешевий στα ελληνικά - φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
- дешевшати στα ελληνικά - φτηναίνω, εξευτελίζουν, εξευτελίσουν, φθηνύνουν
- дещо στα ελληνικά - μερικός, μερικοί, κάπως, λίγοι, περίπου, μερικά, κάποια, ...
Τυχαίες λέξεις
Дешево στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινά, κοινώς, συνήθως, φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
Μεταφράσεις: κοινά, κοινώς, συνήθως, φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό