Деякий στα ελληνικά

Μετάφραση: деякий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σίγουρος, βέβαιος, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
Деякий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дешевшати στα ελληνικά - φτηναίνω, εξευτελίζουν, εξευτελίσουν, φθηνύνουν
  • дещо στα ελληνικά - μερικός, μερικοί, κάπως, λίγοι, περίπου, μερικά, κάποια, ...
  • деїзм στα ελληνικά - Ντεϊσμός, ντεϊσμού, ντεϊσμό, θεϊσμό, ο ντεϊσμός
  • джерела στα ελληνικά - πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
Τυχαίες λέξεις
Деякий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σίγουρος, βέβαιος, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο