Димити στα ελληνικά
Μετάφραση: димити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις
- дим στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
- димар στα ελληνικά - φουγάρο, καμινάδα, χωνί, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
- димитися στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καπνός, να καπνίζουν, να καπνίσει, να καπνίζει, να καπνίσουν, ...
- димку στα ελληνικά - γάζα, καταχνιά, αχλή, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Димити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις: καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης