Доводить στα ελληνικά
Μετάφραση: доводить, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доводити στα ελληνικά - φέρνω, κρατώ, τεκμηριώνω, συντηρώ, υποστηρίζω, διεκδικώ, αποδειχθεί, ...
- доводитися στα ελληνικά - έχε, έχω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να
- доволі στα ελληνικά - αρκετά, δίκαια, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- довід στα ελληνικά - επιχείρημα, διαφωνία, λογομαχία, γιαρμάς, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Доводить στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
Μεταφράσεις: προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει