Доглядати στα ελληνικά

Μετάφραση: доглядати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιποιούμαι, ξύλο, επιμελούμαι, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Доглядати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • догляд στα ελληνικά - μεταχείριση, απόκλιση, φροντίδα, αποχώρηση, αβλεψία, παράλειψη, προσοχή, ...
  • доглядальниця στα ελληνικά - βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
  • доглядач στα ελληνικά - φύλαξη, κηδεμονία, επιτηρητής, επόπτης, κράτηση, επιστάτης, επιστάτη, ...
  • догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
Τυχαίες λέξεις
Доглядати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιποιούμαι, ξύλο, επιμελούμαι, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή