Доля στα ελληνικά
Μετάφραση: доля, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχία, μοιράζομαι, μοίρα, κλήρος, φίλημα, μοιράζω, θύμα, φιλώ, ειμαρμένη, θάνατος, πεπρωμένο, φιλί, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- долоня στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, ...
- дольовий στα ελληνικά - κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, ...
- долі στα ελληνικά - τυχερός, μοίρα, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
- долівка στα ελληνικά - πεζόδρομος, γένος, φύλο, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Доля στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχία, μοιράζομαι, μοίρα, κλήρος, φίλημα, μοιράζω, θύμα, φιλώ, ειμαρμένη, θάνατος, πεπρωμένο, φιλί, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Μεταφράσεις: ευτυχία, μοιράζομαι, μοίρα, κλήρος, φίλημα, μοιράζω, θύμα, φιλώ, ειμαρμένη, θάνατος, πεπρωμένο, φιλί, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα