Πεπρωμένο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неминучість, доля, уділ, долю
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πεπρωμένο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα ουκρανικά - обмежений, кінцевий
- πεποίθηση στα ουκρανικά - переконаність, судимість, довіра, думка, засудження, переконання, віра
- πεπτικός στα ουκρανικά - підкріплювальний, харчової, харчовою, травний
- περήφανος στα ουκρανικά - опуклий, гордий, горда, горде
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неминучість, доля, уділ, долю
Μεταφράσεις: неминучість, доля, уділ, долю