Доповнення στα ελληνικά

Μετάφραση: доповнення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, συμπλήρωμα, συνοδεία, αναπληρωτής, συμπληρώνω, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Доповнення στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • допитливість στα ελληνικά - περιέργεια, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, την περιέργειά
  • допитувати στα ελληνικά - ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω
  • доповнити στα ελληνικά - συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
  • доповнювати στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Τυχαίες λέξεις
Доповнення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, συμπλήρωμα, συνοδεία, αναπληρωτής, συμπληρώνω, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης