Допомога στα ελληνικά

Μετάφραση: допомога, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όφελος, βοήθημα, επωφελούμαι, ωφέλεια, φιλοδώρημα, βοήθεια, ποδοκόπι, βοηθώ, επίδομα, επικουρία, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Допомога στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • допоки στα ελληνικά - πλάγιος, μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι να, μέχρις ότου
  • допомагати στα ελληνικά - επικουρία, χρησιμεύω, όφελος, βοήθεια, αρωγή, ωφελώ, βοηθός, ...
  • допомогти στα ελληνικά - βοήθημα, επικουρία, βοηθώ, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, ...
  • допомогу στα ελληνικά - βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Τυχαίες λέξεις
Допомога στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όφελος, βοήθημα, επωφελούμαι, ωφέλεια, φιλοδώρημα, βοήθεια, ποδοκόπι, βοηθώ, επίδομα, επικουρία, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν