Ωφέλεια στα ουκρανικά

Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користь, профілювання, вигода, допомога, утиліта
Ωφέλεια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφέλεια

κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ωφέλεια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ωστόσο στα ουκρανικά - але, вчора, проте, учора, однак
  • ωτακουστώ στα ουκρανικά - підслухайте, крапля, підслуховувати, підслухати, капіж, крапель, підслухувати
  • ωφέλιμος στα ουκρανικά - корисний, добродчинний, цілющий, доброчинний, корисним, корисною, корисних
  • ωφελώ στα ουκρανικά - користь, допомагати, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: користь, профілювання, вигода, допомога, утиліта