Дужка στα ελληνικά
Μετάφραση: дужка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύριος, τράβηγμα, συνδετήρας, αυτί, αγκύλη, βασικός, κυδώνι, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дуже-дуже στα ελληνικά - ειδικά, πολύ, ιδίως, μενεξές, επίσης, υπερβολικά, εξαιρετικά, ...
- дужий στα ελληνικά - αυστηρός, οξύς, βραχνός, οξυδερκής, έντονος, γερός, άγριος, ...
- дукат στα ελληνικά - δουκάτο νόμισμα, Ducat, δουκάτο, Δουκάτου, δουκάτο καταλύεται
- дуло στα ελληνικά - βαρέλι, ρύγχος, ρύγχους, στομίου, μουσούδα, φίμωτρο
Τυχαίες λέξεις
Дужка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύριος, τράβηγμα, συνδετήρας, αυτί, αγκύλη, βασικός, κυδώνι, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος
Μεταφράσεις: κύριος, τράβηγμα, συνδετήρας, αυτί, αγκύλη, βασικός, κυδώνι, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος