Αυτί στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυτί, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колос, дужка, насторожитись, вухо, ухо, вуха
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτί
αυτί τυμπανο, αυτί βουίζει, αυτί ppt, αυτί της θάλασσας, αυτί βουητό, αυτί λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυτί στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυτή στα ουκρανικά - її, оцей, вона, ця, це, свій, цей
- αυτήν στα ουκρανικά - свій, її, його
- αυταπόδεικτος στα ουκρανικά - самоочевидний, аксіоматичної, аксіоматичній, аксіоматичною
- αυταρέσκεια στα ουκρανικά - задоволеність, самовдоволення, благодушність, самозадоволення, самовдоволеність
Τυχαίες λέξεις
Αυτί στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: колос, дужка, насторожитись, вухо, ухо, вуха
Μεταφράσεις: колос, дужка, насторожитись, вухо, ухо, вуха