Τράβηγμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τράβηγμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скаржитися, відбуксирувати, жалітись, пхикання, буксир, буксирувати, ривок, жалітися, нити, дужка, скаржитись, рисунок, малюнок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τράβηγμα
τράβηγμα μυών, τράβηγμα στον προσαγωγό, τράβηγμα πίσω από το γόνατο, τράβηγμα στη γάμπα, τράβηγμα στη γάμπα αντιμετωπιση, τράβηγμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τράβηγμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τούρλα στα ουκρανικά - горбок, бугор, горбик, Tourla
- τούφα στα ουκρανικά - невиразний, слабкий, блідий, рідкий, слабий, пучок
- τράνταγμα στα ουκρανικά - поштовх, поштовху
- τράπεζα στα ουκρανικά - шар, насип, верстак, лавка, банк, банку
Τυχαίες λέξεις
Τράβηγμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скаржитися, відбуксирувати, жалітись, пхикання, буксир, буксирувати, ривок, жалітися, нити, дужка, скаржитись, рисунок, малюнок
Μεταφράσεις: скаржитися, відбуксирувати, жалітись, пхикання, буксир, буксирувати, ривок, жалітися, нити, дужка, скаржитись, рисунок, малюнок