Дійсно στα ελληνικά

Μετάφραση: дійсно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τομέας, προσόν, αρετή, πράγματι, σφαίρα, πραγματικά, προτέρημα, επίσης, φρονιμάδα, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Дійсно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дійовий στα ελληνικά - ισχυρός, αναπληρωματικός, ζωντανός, λειτουργικός, αποτελεσματικός, ενεργός, ενεργό, ...
  • дійсний στα ελληνικά - αυθεντικός, σχεδόν, γνήσιος, ουσιαστικά, απτός, ισχύων, έγκυρος, ...
  • дійсність στα ελληνικά - ταυτότητα, κύρος, ισχύς, πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
  • дійте στα ελληνικά - λειτουργώ, εγχειρίζω, πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Τυχαίες λέξεις
Дійсно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τομέας, προσόν, αρετή, πράγματι, σφαίρα, πραγματικά, προτέρημα, επίσης, φρονιμάδα, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα