Діло στα ελληνικά
Μετάφραση: діло, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναλλαγή, δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, νταραβέρι, αρραβώνες, εγχείρημα, δεσμός, μαδώ, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ділення στα ελληνικά - διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- ділити στα ελληνικά - μοιράζω, κατανέμω, χωρίζω, διαιρώ, μοιράζομαι, κλήρος, διχάζω, ...
- діловий στα ελληνικά - απασχολημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
- діловодство στα ελληνικά - λογιστική, γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφική εργασία, έγγραφα, εγγράφων
Τυχαίες λέξεις
Діло στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναλλαγή, δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, νταραβέρι, αρραβώνες, εγχείρημα, δεσμός, μαδώ, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Μεταφράσεις: συναλλαγή, δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, νταραβέρι, αρραβώνες, εγχείρημα, δεσμός, μαδώ, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές