Δοσοληψία στα ουκρανικά

Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
справа, перевезення, рух, операція, справу, угода, протоколи, діло, торгівля, правочин, угоду, оборудка
Δοσοληψία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσοληψία

δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δοσοληψία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δονούμαι στα ουκρανικά - пульсація, пульсувати, мигати, миготіти, пульсуватиме, пульсіровать
  • δορυφόρος στα ουκρανικά - сателіт, посіпака, поплічник, прихильник, супутникове, супутникового, супутникова, ...
  • δοσολογία στα ουκρανικά - доза, дозувати, дозування
  • δουκάτο στα ουκρανικά - герцогство, герцогства
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: справа, перевезення, рух, операція, справу, угода, протоколи, діло, торгівля, правочин, угоду, оборудка