Економ στα ελληνικά
Μετάφραση: економ, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιστάτης, θαλαμηπόλος, οικονόμος, μανταρίνι, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- екологічний στα ελληνικά - οικολογικός, οικολογική, οικολογικών, οικολογικής, οικολογικά
- екологія στα ελληνικά - οικολογία, οικολογίας, την οικολογία, της οικολογίας, η οικολογία
- економити στα ελληνικά - εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
- економка στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Τυχαίες λέξεις
Економ στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιστάτης, θαλαμηπόλος, οικονόμος, μανταρίνι, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της
Μεταφράσεις: επιστάτης, θαλαμηπόλος, οικονόμος, μανταρίνι, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της