Екскурсовод στα ελληνικά
Μετάφραση: екскурсовод, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεναγός, καθοδηγώ, ξεναγώ, οδηγός, Ξεναγήσεις, Οργανωμένες Εκδρομές, Περιηγήσεις, Περιηγήσεις με ξεναγό, Ξεναγήσεις στο
Μεταφράσεις
- екскаватор στα ελληνικά - εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
- екскурс στα ελληνικά - εκδρομή, εκδρομής, εκδρομές, εκδρομών, εξόρμηση
- екскурсія στα ελληνικά - εκδρομή, ταξίδι, περιοδεύω, γύρος, περιοδεία, περιήγηση, ξενάγηση, ...
- експансивний στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
Τυχαίες λέξεις
Екскурсовод στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεναγός, καθοδηγώ, ξεναγώ, οδηγός, Ξεναγήσεις, Οργανωμένες Εκδρομές, Περιηγήσεις, Περιηγήσεις με ξεναγό, Ξεναγήσεις στο
Μεταφράσεις: ξεναγός, καθοδηγώ, ξεναγώ, οδηγός, Ξεναγήσεις, Οργανωμένες Εκδρομές, Περιηγήσεις, Περιηγήσεις με ξεναγό, Ξεναγήσεις στο