Експерт στα ελληνικά
Μετάφραση: експерт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικός, εμπειρογνώμονας, εκτιμητής, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- експериментування στα ελληνικά - πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
- експериментувати στα ελληνικά - πείραμα, πειραματίζομαι, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
- експертиза στα ελληνικά - εξέταση, διεργασία, πραγματογνωμοσύνη, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
- експертний στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Τυχαίες λέξεις
Експерт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικός, εμπειρογνώμονας, εκτιμητής, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Μεταφράσεις: ειδικός, εμπειρογνώμονας, εκτιμητής, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων